- λωτήριον
- λωτήριον, τὸ (Α)(δωρ. τ.) βλ. λουτήριον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λουτήριον — λουτήριον, τὸ (AM, Α δωρ. τ. λωτήριον) [λουτήρ] ο λουτήρας μσν. 1. το δοχείο στο οποίο πλένονται τα ποτήρια 2. το βαπτιστήριο αρχ. είδος ποτηριού … Dictionary of Greek